- Βοιωτιουργής
- Βοιωτιουργής, ές, ([etym.] ἔργον)A of Boeotian work,
κράνος X.Eq.12.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κράνος X.Eq.12.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοιωτιουργής — βοιωτιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος από τεχνίτη τής Βοιωτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοιώτιος + εργής < έργον] … Dictionary of Greek
Βοιωτιουργές — Βοιωτιουργής of Boeotian work masc/fem voc sg Βοιωτιουργής of Boeotian work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιωτιουργές — βοιωτιουργής of Boeotian work masc/fem voc sg βοιωτιουργής of Boeotian work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)